- κοπρίδα
- (Copris). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κοπριδών. Το σώμα τους είναι μαύρο, σφαιρικό και έχει μήκος 1,5-4 εκ. Το αρσενικό φέρει μία κεραία στο μέτωπο και το θηλυκό ένα εξόγκωμα. Πολλά είδη κ. βρίσκονται στις τροπικές ζώνες. Τα ενήλικα και οι προνύμφες τρέφονται με την κοπριά των αλόγων και των αγελάδων. Το θηλυκό σκάβει κάτω από την κοπριά και σχηματίζει κρύπτη και έπειτα κάνει μικρές σφαίρες με κοπριά, μέσα στις οποίες τοποθετεί τα αβγά του.
Dictionary of Greek. 2013.